σκορδίλα

σκορδίλα
η запах, перегар чеснока

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σκορδίλα" в других словарях:

  • σκορδίλα — η οσμή του σκόρδου: Έφαγε σκόρδο και μυρίζει σκορδίλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκορδίλα — η, Ν οσμή σκόρδου και, κυρίως, η δυσώδης μυρωδιά που αναδίδεται από το στόμα ατόμου που έχει φάει σκόρδο, αλλ. σκορδιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκόρδο + κατάλ. ίλα (πρβλ. κρεατ ίλα)] …   Dictionary of Greek

  • -ίλα — (Μ ίλα) υστερομεσαιωνική και νεοελληνική κατάλ. θηλυκών ονομάτων, χαρακτηριστική αφηρημένων (πρβλ. ανατριχ ίλα, ξεφτ ίλα) κυρίως όμως ουσιαστικών που δηλώνουν δυσάρεστη οσμή (πρβλ. ξιν ίλα, ποδαρ ίλα). Η δήλωση τής δυσάρεστης οσμής οδήγησε τον Γ …   Dictionary of Greek

  • σκορδιά — η, Ν [σκόρδο] σκορδίλα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»